- αγγελοστολισμένος, -η, -ο
- αγγελοστολισμένος, -η, -ο και αγγελοστόλιστος,-η, -ο1. στολισμένος σαν άγγελος.2. προικισμένος με αγγελικές αρετές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.